- Σέριφος
- Σέρῐφος the island1
Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων P. 12.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων P. 12.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Σέριφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέριφος — Νησί των Κυκλάδων, που βρίσκεται μεταξύ Σίφνου και Κύθνου (έκταση 73,23 τ. χλμ.). Το νησί υπάγεται διοικητικά στην επαρχία Μήλου. Η οικονομία του στηρίζεται σε καλλιέργειες οπωρόδεντρων, λαχανοκηπουρικών και εσπεριδοειδών, περιορισμένης όμως… … Dictionary of Greek
Σέριφος — Sp Sèrifas Ap Σέριφος/Serifos L s. ir g tė Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Σέριφος — η νησί των Κυκλάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Сериф — (Σέριφος, ныне Серфо) один из Кикладских о вов, между Кифном и Сифном. По древнегреческому сказанию, на о в С. была выброшена бочка (ящик), в которую Акризий заключил Данаю с Персеем. На С. Персей вырос, а впоследствии с помощью головы Горгоны… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Σερίφοις — Σέριφος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σερίφου — Σέριφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σερίφους — Σέριφος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σερίφων — Σέριφος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σερίφῳ — Σέριφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σέριφοι — Σέριφος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)